ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ. Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΩΛΕΙΑ.
Ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941) ήταν ίσως ο πιο υποσχόμενος ποιητής της γενιάς του, αλλά η απώλειά του στον πόλεμο του ΄40 μας στέρησε τη μετέπειτα ποιητική του παραγωγή που δεν ξέρουμε πώς θα είχε εξελιχθεί, αφού και αυτή που πρόλαβε να αφήσει αποτελεί κορυφαία παρακαταθήκη στα ελληνικά γράμματα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του Δημήτρη Σαραντάρη και της Μαλθίντας το γένος Σωτηρίου, καταγόμενων από το Λεωνίδιο της Κυνουρίας. Από το 1912 ως το 1931 έζησε στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Ματσεράτα, και πήρε διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ιταλία έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα στην ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940 στρατεύτηκε στην Αλβανία και αρρώστησε από κοιλιακό τύφο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1941.
Ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, αναφέρει για τον πρόωρο χαμό του ποιητή, αλλά και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής τα εξής: «Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της».
ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Αφού αναφερθήκαμε στον κορυφαίο μας νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, να υπενθυμίσουμε ότι και ο ίδιος πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και κινδύνευσε να πεθάνει από βαρύ τύφο, αφού παρέμεινε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων για σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. «Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου» θα πει αργότερα. Ο Οδυσσέας Ελύτης πήρε εξιτήριο τον Απρίλιο του 1941, έκλεινε τότε τα τριάντα του χρόνια, αλλά η εμπειρία και οι αναμνήσεις του αλβανικού μετώπου έμειναν να τον συντροφεύουν για πάντα. Το 1945 θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Τετράδιο» την ποιητική σύνθεση «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», μια ωδή για τον θρίαμβο της Ελλάδας στη σύγκρουσή της με τον ιταλικό στρατό, αλλά και την ελεγεία για το άλγος των πεσόντων και για τη χαμένη νιότη:
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΥΡΜΑΤΟ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΣΕ ΜΟΙΡΑ ΗΜΙΟΝΗΓΩΝ.
Τον Νίκο Καββαδία, τον ποιητή της θάλασσας, μόνο πάνω σε ένα καράβι μπορείς να τον φανταστείς. Κι όμως το 1940 βρέθηκε να πολεμά στη στεριά. Συγκεκριμένα από τις 29 Οκτωβρίου 1940 έως τις 5 Φεβρουαρίου 1941 υπηρετεί στην 3η μοίρα ημιονηγών-τραυματιοφορέων. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1941, λόγω της ειδικότητας του ως ασυρματιστής, μετατίθεται στον σταθμό υποκλοπών της ΙΙΙ Μεραρχίας, στον 3ο λόχο διαβιβάσεων απ’ όπου και απολύεται την 1η Μαΐου 1941, καθώς η Ελλάδα έχει πλέον υποδουλωθεί στους Γερμανούς. Κατά την διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα και εντάχθηκε στο ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών Ο ίδιος με αφορμή τις εντυπώσεις του στο μέτωπο γράφει δύο πεζά, από τα ελάχιστα που παρουσίασε ποτέ με τίτλο «του πολέμου» και «Στο άλογό μου» στο οποίο αναφέρεται με ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο:
“Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη […]. Ακούσαμε μαζί το θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο […]. Αξαφνα έπεσες. Πέσαμε, θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώθεις καλά πως δεν φταίω […]. Εμεινα δίπλα σου ολόκληρη τη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος […]. Φυλάω ακόμα το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου […] Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μού είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σού ξαναγράψω!…“.
ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ. ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΚΑΜΟΥΦΛΑΖ ΚΑΙ ΤΗΝ «ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ».
Το καλοκαίρι του 1939, όταν τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν στον ορίζοντα, ο Γιάννης Τσαρούχης, κατατάσσεται στο 34ο Στρατόπεδο στο Γουδί. Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκε στα σύνορα, στο Κούτσι. Εργάζεται για τη δημιουργία καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών για τους φαντάρους που έπαιρναν μέρος στις εφόδους. Ζωγράφιζε πορτρέτα στρατιωτών και γίνεται δημοφιλής, δέχεται μάλιστα παραγγελίες.
Ο Τσαρούχης ήταν από τη φύση του αντιμιλιταριστής, αλλά δεν έμεινε ασυγκίνητος μπροστά στην ανδρεία και την αυταπάρνηση των συστρατιωτών του. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε σε έναν αξιωματικό που τον είχε ρωτήσει:
«Για πες μου εσύ, ρε καλλιτέχνη, έχεις καταλάβει γιατί πολεμάμε;»
«Η καθαρότητα της ελληνικής γραμμής μάχεται το ιταλικό κιάρο σκούρο», είχε απαντήσει. Κατά τη διάρκεια της θητείας του δημιούργησε την «Αυτοπροσωπογραφία στο μέτωπο της Αλβανίας 1941» που απεικονίζει τον ίδιο στο μέτωπο. Ζωγράφισε επίσης την «Παναγία της Νίκης», γνωστή και ως «Αρβανίτισσα Παναγιά», για να στολίσει το τέμπλο μιας εκκλησίας που χτίστηκε ύστερα από την αφήγηση ενός στρατιώτη που ισχυρίστηκε ότι είδε την Παναγία. Στον πόλεμο πήρε επίσης μέρος και ο μετέπειτα σπουδαίος ζωγράφος μας Σπύρος Βασιλείου.
Ο ΘΕΟΤΟΚΑΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ ΣΤΟ ΕΠΟΣ… ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ.
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Αργώ», ο σπουδαίος χρονογράφος Γιώργος Θεοτοκάς, (1905-1966) Το 1940 κατατάχτηκε εθελοντικά στο στρατό ζητώντας το μάλιστα και ως ρουσφέτι απ’ τον στρατηγό Σέργιο Γυαλίστρα για να πολεμήσει στην Αλβανία. Η πράξη του ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με το λογοτεχνικό του έργο με το οποίο έθεσε τις βάσεις της θεωρίας της γενιάς του Τριάντα για την ελληνικότητα, η οποία πηγάζει παράλληλα από την ελληνική παράδοση (αρχαιοελληνική, βυζαντινή, λαϊκός πολιτισμός) αλλά και από την ευρωπαϊκή παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλοι λογοτέχνες που πήραν μέρος στο αλβανικό μέτωπο ήταν ο λογοτέχνης Ανδρέας Καραντώνης, ο ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος («το Μνήμα της Γριάς»), οι συγγραφείς Άγγελος Τερζάκης («Ελληνική Εποποιία 1940-41»), ο Λουκής Ακρίτας («οι Αρματωμένοι»), ο Γιάννης Μαγκλής, ο Διονύσιος Ρώμας κ.ά.
ΗΘΟΠΟΙΟΙ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ.
Στο μέτωπο βρέθηκαν επίσης και αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί που αγαπήσαμε κυρίως στον κινηματογράφο. Ηθοποιοί. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας τραυματίσθηκε σε μάχη και όταν έγινε καλά στα μετόπισθεν, ζήτησε να τον ξαναστείλουν στην πρώτη γραμμή. Ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος ήταν πολέμαρχος ανθυπολοχαγός στην πρώτη γραμμή, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ασυρματιστής του πυρoβολικού, ο Παντελής Ζερβός λοχίας στην πρώτη γραμμή, ο Νίκος Σταυρίδης, τραυματιοφορέας καθώς και οι Λυκούργος Καλλέργης, Θάνος Κωτσόπουλος, Μάνος Κατράκης, Στέλιος Βόκοβιτς, Γκίκας Μπινιάρης, Νάσος Χριστογιαννόπουλος, Φρίξος Θεοφανίδης, Μάκης Τζίνης, Στέφανος Πήλιος κ.ά.
ΟΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ
Από την πρώτη γραμμή δεν έλειψαν και οι δημοσιογράφοι, ανταποκριτές των Αθηναϊκών εφημερίδων που με τα χειρόγραφά τους, τα οποία έφταναν με ειδικό ταχυδρομείο στα γραφεία των εφημερίδων, αποτύπωναν καθημερινά την επικαιρότητα στο μέτωπο, όπως οι: Σπύρος Μελάς (Καθημερινή - Εστία), Βάσος Τσιμπιδάρος, Ευστάθιος Θωμόπουλος, Γιώργος Παπαγιώργος και Π. Αγγελόπουλος (Ακρόπολις), Παύλος Παλαιολόγος, Γεώργιος Ρούσσος και Μιχάλης Κυριακίδης (Ελεύθερον Βήμα), Γεώργιος Δρόσος, Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Ανδρουλιδάκης και Χρήστος Μούζιος (Πρωία), Νίκος Γιοκαρίνης (Αθηναϊκά Νέα), Αλέκος Λιδωρίκης, Πάνος Καραβίας, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Αθανάσιος Γεωργίου και Σάββας Κωνσταντόπουλος (Ασύρματος), Σπύρος Μαντάνος (Τύπος), Θωμάς Μαλαβέτας (Έθνος) Παντελής Καψής, Κώστας Ουράνης (Ελληνικόν Μέλλον) Τίμος Μωραϊτίνης, Λουκής Ακρίτας (Εστία), ο Χρήστος Κολιάτσος, Νίκος Αναστασόπουλος, Τάκης Παπαγιαννόπουλος και Θεμιστοκλής Αμουτζόπουλος (Καθημερινή), Κώστας Σκαλτσάς (Έθνος) Κώστας Αθάνατος, Νίκος Καπιτζόγλου, Θ. Δογάνης (Βραδυνή). ΄Ηταν επίσης εκεί οι Στρατής Μυριβήλης, Δημ. Δεβετζής, Σόλων Γρηγοριάδης και Σπ. Αυλωνίτης.